Перевод: с немецкого на все языки

ἔργα Ἰϑάκης

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ιθάκης — Ό,τι κι αν έχετε ακούσει για τον Όμηρο και για τον πολυμήχανο ήρωα της Οδύσσειας, εδώ, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας του νησιού Βαθύ, θα βρεθείτε ενώπιον των ευρημάτων που για πολλούς ερευνητές αποδεικνύουν την ταύτιση του νησιού …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • Καθαρών, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Ιθάκης, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης. Ο χρόνος ίδρυσής του παραμένει άγνωστος. Η μονή ανακαινίστηκε το 1696. Το καθολικό της μονής προϋπήρχε ως εκκλησία από το 1530· σύμφωνα με άλλη άποψη χτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Λεκατσάς, Παναγής — (Σταυρός Ιθάκης 1911 – Αθήνα 1970). Λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε ο θεμελιωτής δύο νέων για την Ελλάδα επιστημών, της εθνολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά πολύ νωρίς στράφηκε στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Νικολάου, μονή — Ονομασία 24 μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1969. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • Δελλαδέτσιμας — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς, φραγκοκρητικής καταγωγής. 1. Άγγελος (1628 – 1687). Στρατιωτικός. Πολέμησε στην Κρήτη το 1650 και αργότερα στη Λευκάδα, στην Πρέβεζα και στην Ακαρνανία. Ο Moροζίνι τον διόρισε φρούραρχο Βάλτου και Ξηρομέρου και …   Dictionary of Greek

  • Καραβίας, Γρίβας Νικόλαος — (19ος αι.) Γιατρός. Καταγόταν από την Ιθάκη και σπούδασε στα πανεπιστήμια της Πάντοβα και του Παρισιού. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου άσκησε το επάγγελμα του γιατρού και παντρεύτηκε την κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • Καρούσος — Επώνυμο λογίων και επιστημόνων από την Κεφαλονιά. 1. Αναστάσιος (18ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία. Χρημάτισε σύνδικοςτης κοινότητας της Κεφαλονιάς (1774) και διοικητής Ιθάκης έως το 1777. Ως μέλος της …   Dictionary of Greek

  • Παδοβάνης, Μάρκος Ιερώνυμος — (1784 – 1858). Έλληνας λόγιος από την Kέρκυρα. Μετά τις σπουδές του στη Νάπολη της Ιταλίας και τη Λισαβόνα (φιλολογία, μαθηματικά, μηχανική) επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου ίδρυσε σχολή ξένων γλωσσών (1810). Διετέλεσε συντάκτης της Ιονίου εφημερίδος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»